Βαγιαζήτ

Βαγιαζήτ
Όνομα Οθωμανών σουλτάνων και αξιωματούχων. 1. Β.Α’, ο επιλεγόμενος Κεραυνός (1359-1403). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1389-1402). Διαδέχτηκε τον Μουράτ Α’ μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Αύξησε τις οθωμανικές κτήσεις στα Βαλκάνια και στην Ανατολή. Τον νίκησε ο Ταμερλάνος στη μάχη της Αγκύρας (1402) και πέθανε αργότερα στη φυλακή. 2. Β. Β’ (1446-1512). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1481-1512). Γιος του Μωάμεθ Β’, ανάγκασε τον αδελφό του Γκεμ να φύγει στην Ιταλία. Αφού απέσπασε πολλές περιοχές από τους Βενετούς, παραιτήθηκε ύστερα από μια επανάσταση των γενίτσαρων, αφήνοντας τον θρόνο στον γιο του Σελίμ Α’ και πέθανε λίγο αργότερα. 3. Γιος του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’ (16ος αι.). Δεν αποδέχτηκε την εντολή του πατέρα του να πάει διοικητής σε επαρχία και επαναστάτησε εναντίον του, με τις παροτρύνσεις του δασκάλου του Λουλά Μουσταφά (που φιλοδοξούσε να γίνει μεγάλος βεζίρης). Ο πατέρας του έστειλε στρατό εναντίον του και τον νίκησε (Ικόνιο 1559). Έτσι, ο Β. αναγκάστηκε να καταφύγει στην Περσία μαζί με τους τέσσερις γιους του. Ο σάχης της Περσίας, όμως, μετά από διαπραγματεύσεις δύο χρόνων παρέδωσε τον Β. και τους γιους του στον σουλτάνο, που τους τιμώρησε παραδειγματικά με θάνατο. Τάφηκαν στη Σεβάστεια. 4. Γιος του σουλτάνου Αχμέτ Α’ και αδελφός του Μουράτ Δ’ (αρχές 17ου αι.). Ο Β. και ο αδελφός του Σουλεϊμάν δολοφονήθηκαν από τον Μουράτ, που φοβόταν τη δημοτικότητά τους. Η δολοφονία έγινε μετά τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου εναντίον των Περσών (Εριβάν Αρμενίας, Αύγουστος 1635). Λέγεται ότι ο Β. κατάφερε να σκοτώσει τέσσερις από τους δολοφόνους του προτού υποκύψει. Ο Ρακίνας εμπνεύσθηκε από το γεγονός αυτό την τραγωδία Βαγιαζήτ. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ ο Β’.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βαγιαζήτ Κεϊτουρούμ — (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.). Ηγεμόνας της ανεξάρτητης επαρχίας της Σινώπης, Σεβάστειας και Κασταμονής. Παρότρυνε τον Μογγόλο κατακτητή Ταμερλάνο να βαδίσει εναντίον του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’ (Μάχη της Άγκυρας, 1400) …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Καΐτμπεης — (1468 – 1495).Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου, που υπεράσπισε με γενναιότητα την ανεξαρτησία της χώρας του από τις κατακτητικές διαθέσεις των Τούρκων. Συγκρούστηκε με τον Οθωμανό σουλτάνο Βαγιαζήτ B’ και κατόρθωσε να γίνει κύριος των οχυρών… …   Dictionary of Greek

  • Ταμερλάνος — (Τιμούρ Λενκ, Κις, Σαμαρκάνδη 1336 – Οτρέρ 1405). Μογγόλος στρατηλάτης. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους κατακτητές και ιδρυτές εφήμερων αυτοκρατοριών που παρουσίασε κατά περιόδους η ιστορία της Ασίας. Απόγονος, ίσως, του Τζενγκίς Χαν εκπροσώπησε τη …   Dictionary of Greek

  • Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Εβρενός, Γαζή μπέης — (; – 1417). Οθωμανός στρατιωτικός στην υπηρεσία των Οσμανιδών Τούρκων, τους οποίους βοήθησε σημαντικά στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του κράτους τους. Υπήρξε ο σπουδαιότερος συντελεστής της κατάκτησης των Βαλκανίων από τους Τούρκους. Το 1356 έλαβε… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Αμισός — Αρχαία πόλη στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, που γνώρισε μεγάλη ακμή (σήμερα Σαμψούντα). Κατά τον Στράβωνα, την έχτισαν οι Μιλήσιοι, πιθανότατα στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Στα χρόνια του Περικλή, η Αθήνα έστειλε εκεί πολυάριθμους αποίκους,… …   Dictionary of Greek

  • Αντίρριο — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 4 μ., 1.064 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Σε έναν λόφο του οικισμού υπάρχουν ερείπια δύο αρχαίων πόλεων, της Μακυνείας και της Μολυκρέας. H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”